- κατασχέτης
- οο πιστωτής που κάνει την κατάσχεση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατασχέτης — ο, θηλ. κατασχέτις, ιδος αυτός που ενεργεί κατάσχεση, αυτός που είναι εξουσιοδοτημένος να κάνει την κατάσχεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek